διαγνωστικά

διαγνωστικά
διαγνωστικός
able to distinguish
neut nom/voc/acc pl
διαγνωστικά̱ , διαγνωστικός
able to distinguish
fem nom/voc/acc dual
διαγνωστικά̱ , διαγνωστικός
able to distinguish
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νοσοκομείο — Ίδρυμα περίθαλψης και νοσηλείας ασθενών. Τα πρώτα νοσοκομειακά ιδρύματα ταυτίζονται στην αρχαία Ελλάδα με τους ναούς του Ασκληπιού, που συγκέντρωναν τους πάσχοντες, οι οποίοι περίμεναν την ίασή τους από τη θεία επέμβαση, από διάφορες δρόγες και… …   Dictionary of Greek

  • αιματοδιαγνωστική — Διαγνωστική μέθοδος που βασίζεται στην επιστημονική εξέταση του αίματος. Χρήσιμα διαγνωστικά στοιχεία για τον σκοπό αυτό προσφέρει η έρευνα των φυσικών ιδιοτήτων του αίματος ως προς το χρώμα και την πηκτικότητα (την ταχύτητα δηλαδή και τον τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • επαγγελματικός προσανατολισμός — Κοινωνική υπηρεσία που προσφέρει διευκρινίσεις και συμβουλές σχετικά με την εκλογή της σχολικής κατεύθυνσης, σε συνάρτηση με αυτήν της επαγγελματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του καθενός και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”